Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο από τις διακοπές με σκάφος. Πέρα από όλα τα άλλα, τις βουτιές, την περιπέτεια, τις ρομαντικές στιγμές, αποτελούν και μια ευκαιρία να γνωρίσουμε καινούριους τόπους. Να μάθουμε για την ιστορία τους, κάποιες φορές να ανακαλύψουμε στοιχεία κρυμμένα, που κι όμως, βρίσκονται μπροστά μας.

Τέσσερα λιμάνια στη σειρά! Αρχαίος εμπορικός λιμένας, αρχαίο πολεμικό λιμάνι, σύγχρονη ‘μαρίνα’, προβλήτα φερυ μποτ.

Δύο ήταν τα λιμάνια στην Θάσο στην αρχαιότητα. Έξω από τα ισχυρά τείχη της πόλης βρισκόταν Το εμπορικό λιμάνι.Ουσιαστικά ήταν απλά ένας λιμενοβραχίονας, αρκετός να προστατεύει από τους Β. και τους Α. ανέμους τα πλοία, που όπως συνηθιζόταν προσάραζαν στην αμμώδη παραλία. Μοναδικό τεχνικό έργο αποτελούσε ο βόρειος προσήνεμος μόλος. Είχε κατεύθυνση Α.-Δ., με μήκος 115 και πλάτος 18-20 μ.  Η προσήνεμη Βόρεια πλευρά του ήταν καλυμμένη με μαρμάρινους όγκους και κατέληγε σε ένα κυκλικό ακρομώλιο, με διάμετρο 20 μ., που πιθανόν να σημαίνει την ύπαρξη πύργου. Κατάλοιπα του σήμερα διακρίνονται λίγο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας στην περιοχή προς το Εβραιόκαστρο, όπου παλιότερα ήταν και το καρνάγιο του Λιμένα. Ο εμπορικός λιμένας ανασκάφηκε τον Μάιο του 1992. 

Περιδιαβαίνοντας στο παλιό λιμανάκι του Λιμένα, με τις ψαρόβαρκες των ντόπιων, τις ταβέρνες και τα τεράστια πλατάνια, ένας προσεκτικός επισκέπτης μπορεί σήμερα να διακρίνει μόνο ίχνη από αυτό που ήταν κάποτε ο κλειστός αρχαίος Πολεμικός Λιμένας της Θάσου.  Πρόκειται για ένα λιμάνι, που στη διάρκεια των αιώνων μέχρι και σήμερα, χρησιμοποιήθηκε για διαφορετικούς σκοπούς.

Αρχικά, κατασκευάστηκε και λειτούργησε, από τον 6ο μέχρι και τον 2ο αι. π.Χ. σαν στρατιωτικό λιμάνι, ενώ στους ρωμαϊκούς χρόνους και ύστερα από μετασκευές της παλαιοχριστιανικής περιόδου (4ος-7ος αι. μ.Χ.) χρησιμοποιήθηκε σαν εμπορικό. Η διάταξη του λιμανιού, όπως και ο ρόλος του, άλλαξε. Κάποιοι από τους χώρους που υπήρχαν στο λιμάνι από πριν, όπως αυτοί των νεώσοικων, άλλαξαν χρήση, για να εξυπηρετήσουν τις νέες ανάγκες. Από χώροι φύλαξης πολεμικών πλοίων, που ήταν σε όλη την κλασική και ελληνιστική περίοδο, μετατράπηκαν σε αποθηκευτικούς χώρους. Εκεί πια, σε μεγάλα πιθάρια, φύλαγαν τα σιτηρά, το κρασί, το λάδι και άλλα προϊόντα της θασιακής γης.

Η χωρητικότητα του ‘κλειστού’ πολεμικού λιμένα έφτανε τα 45 πολεμικά πλοία της εποχής, δηλαδή τις τριήρεις. Παρά το μικρό του σχετικά μέγεθος, το λιμάνι αυτό μπορούσε να προστατεύει την πόλη από τις θαλάσσιες επιδρομές. Κάποια στιγμή, μάλιστα, εξελίχθηκε σε σημαντική ναυτική βάση των Αθηναίων στην περιοχή.

Λέγοντας ‘κλειστός’ σημαίνει οχυρωμένος. Από τον 5ο π.Χ. αι. το λιμάνι προστατευόταν με παραθαλάσσια και επιθαλάσσια οχύρωση, με κυκλικούς πύργους στο στόμιο και στις γωνίες του. Οι πύργοι είχαν εσωτερική σκάλα και στην οροφή τους έφεραν αμυντικές μηχανές της εποχής, καταπέλτες, βαλίστρες κλπ. Προς την πλευρά της θάλασσας υπήρχε ψηλό μαρμάρινο τείχος πλάτους 2 μέτρων, αποτελούμενο από δυο όψεις κατεργασμένων μαρμάρινων δόμων ενώ το ενδιάμεσο κενό ήταν γεμισμένο με φερτά υλικά. Το τείχος αυτό αποτελούσε συνέχεια των χερσαίων τειχών της πόλης μέσα στη θάλασσα. Επικοινωνούσε με την αρχαία αγορά μέσω μιας πλακόστρωτης οδού και τριών πυλών. Παλιότερα αυτό το λιμάνι οι ντόπιοι το ονόμαζαν ‘μαρμαρολιμένα’. Λαξευμένοι δόμοι από το γκρεμισμένο τείχος, καθώς και τα θεμέλια τεσσάρων κυκλικών πύργων διαφόρων εποχών, είναι ορατά μέσα τη θάλασσα. 

Στο εσωτερικό του και στις τρεις πλευρές, Δυτικά, Νότια και Ανατολικά ήταν τα νεώρια.  Κατάλοιπα των αρχαίων νεωρίων καθώς και του Ιερού της Θεάς Σωτείρας Ελλιμενίας έχουν εντοπιστεί κατά τις ανασκαφές της δεκαετίας του 80. Το λιμάνι αυτό είναι ο πρώτος  πολεμικός ναύσταθμος που ανασκάφθηκε και θεωρείται μνημείο-σταθμός στην αρχιτεκτονική, την πολεοδομία και την αρχαία τεχνολογία.

Η ανασκαφή (1984-1992)

Από τις πρώτες και σημαντικότερες συστηματικές έρευνες λιμενικών εγκαταστάσεων στην Ελλάδα, η ανασκαφή στη Θάσο αποκάλυψε τους δύο λιμένες της πόλης, τον εμπορικό και τον πολεμικό, στην ίδια θέση με τον σημερινό οικισμό του Λιμένα και των λιμενικών του εγκαταστάσεων. Η πρώτη φάση της υποβρύχιας έρευνας στη Θάσο άρχισε το 1980 και αφορούσε τον πολεμικό λιμένα

Το 1984, ύστερα από την τυχαία ανακάλυψη αρχαιολογικών καταλοίπων, κατά τη διάρκεια εργασιών αφαίρεσης υλικού για την εκβάθυνση της λιμενολεκάνης στο μοναδικό τότε λιμανάκι της Θάσου, οργανώθηκε από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων υποβρύχια έρευνα για τη διερεύνηση του αρχαιολογικού χώρου και την προστασία των αρχαιοτήτων. Εξ αρχής, αρωγός στην έρευνα στάθηκε η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή (École française d’Athènes). Η συστηματική έρευνα διήρκεσε μέχρι το 1992. Το υλικό που ανελκύσθηκε φυλάσσεται στις αποθήκες του Μουσείου Θάσου. Πέρα από τα ευρήματα, εντυπωσιακό είναι το εύρος της βιβλιογραφίας που παρήγαγε η συγκεκριμένη έρευνα

Ο κλειστός πολεμικός λιμένας είχε τετράπλευρο σχήμα. Η βορειοανατολική πλευρά (Α,Β) είχε μήκος 148,60 μ. και στρεφόταν νοτιοδυτικά (B,C) σε μήκος 45 μ., όσο και το μήκος των νεωρίων. Αντίστοιχα, η νότια πλευρά στρεφόταν βορειοανατολικά κατά 31 μ. Στην προέκταση του τμήματος αυτού βρισκόταν μέχρι την παλαιοχριστιανική περίοδο η δυτική επιθαλάσσια πλευρά (D,G)

Εντοπίστηκε η θέση τεσσάρων κυκλικων πύργων (B,C,F,G στο παρακάτω σχέδιο). Πιστεύεται ότι η είσοδος του Κλειστου Λιμένα της Κλασικης και Ελληνιστικής εποχής ήταν στην θέση C,D. Η σημερινή μπούκα του λιμανιου στην θέση F,E όπου βρίσκονται και τα φανάρια εισόδου πράσινο- κόκκινο, πιστεύεται ότι ανοίχθηκε τους πρωτους χριστιανικούς χρόνους, οπότε εγκαταλείφθηκε η εισοδος C,D μάλλον λόγω προσχώσεων.

Η είσοδος στο ‘παλιό λιμάνι’ που ακόμη χρησιμοποιείται. Διακρίνονται μέσα στη θάλασσα μαρμάρινοι κατεργασμένοι όγκοι από το αρχαίο πολεμικό λιμάνι.

Τα νεώρια ήταν εγκαταστάσεις δίπλα στη θάλασσα κι αποτελούσαν, σ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, τους χώρους για τη φύλαξη των πολεμικών σκαφών. Τα μακρά πολεμικά πλοία, δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθούν σε καλή κατάσταση και να είναι ετοιμοπόλεμα για την περίπτωση ναυμαχίας, εάν δεν φυλάσσονταν σε ξηρό μέρος. Ειδικότερα, οι τριήρεις, με το εύθραυστο σκαρί τους, δεν έπρεπε να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στη θάλασσα, επειδή βάραιναν και κατά συνέπεια μειωνόταν η ευελιξία και η ταχύτητά τους.  Τα νεώρια χωρίζονταν σε διαμερίσματα, τους νεώσοικους, που σκεπάζονταν με δίρριχτες στέγες και τα δάπεδά τους είχαν κλίση προς τη θάλασσα. Η ανέλκυση των πολεμικών πλοίων γινόταν άλλοτε σε κτιστές επικλινείς ράμπες με σχισμή στη μέση, άλλοτε πάνω σε ξύλα τοποθετημένα σε κανονικά διαστήματα κατά πλάτος των νεωρίων (εσχάρες), ενώ δεν έχει εξακριβωθεί ο τρόπος ανέλκυσης των σκαφών, δηλαδή εάν γινόταν με μηχανικά μέσα ή με ανθρώπινα χέρια.

Όλοι οι μεγάλοι λιμένες των παράλιων αρχαίων πόλεων, όπως η Σάμος, η Θάσος, η Κόρινθος, η Κέρκυρα, το Γύθειο, οι Συρακούσες κ.λπ. είχαν τα νεώριά τους. Τα μεγαλύτερα ωστόσο ήταν των Αθηνών, των οποίων η κατασκευή άρχισε στα χρόνια του Θεμιστοκλή, μετά τους Μηδικούς Πολέμους και η μέγιστη ακμή τους συμπίπτει με την ακμή του αθηναϊκού ναυτικού στα χρόνια του Περικλή. Η Ζέα ήταν ο κύριος πολεμικός λιμένας, ο οποίος μπορούσε να περιλάβει έως 200 τριήρεις, ενώ ο πλησίον ευρισκόμενος πολεμικός λιμένας της Μουνιχίας είχε τη δυνατότητα να περιλάβει περίπου 100, καθώς και ο Κάνθαρος, σημερινός λιμένας του Πειραιά.

Στη συνέχεια, αναφέρονται παραδείγματα αρχαίων νεωρίων.

Στην κεντρική και τη νότια Ελλάδα

Τα σημαντικότερα θεωρούνται τα νεώρια της Ζέας, που κατασκευάστηκαν μετά τα Μηδικά για να καλύψουν τις ανάγκες του νέου, πανίσχυρου αθηναϊκού στόλου, καταστράφηκαν από τους Σπαρτιάτες αμέσως μετά το 404 π.Χ. και ξανακτίστηκαν τον 4ο αι. π.Χ. καταλαμβάνοντας μεγαλύτερη έκταση και έχοντας δυνατότητα διαχείμανσης 372 πολεμικών πλοίων. Ο Κάνθαρος ήταν ο δεύτερος σε μέγεθος πολεμικός ναύσταθμος. Είχε διττή σημασία, επειδή εκτός των συγκροτημάτων των νεωρίων, διέθετε επιπλέον και εκτεταμένη εμπορική ζώνη (το εμπόριο). Και στον τρίτο λιμένα της Πειραϊκής Χερσονήσου, τη Μουνιχία, υπάρχουν συγκροτήματα νεωρίων, με δυνατότητα να δεχτούν 82 πολεμικά πλοία κατά τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. Στον Ραμνούντα οι πρόσφατες και συνεχιζόμενες έρευνες του καθηγητή της Οξφόρδης Δρ D. Blackman  έχουν στόχο τον προσδιορισμό της μορφής του λιμανιού της αρχαίας πόλεως και των νεωρίων του με θετικά μέχρι στιγμής αποτελέσματα. Διαφορετική μορφή νεωρίων συναντάμε στο Σούνιο. Πρόκειται για νεώσοικο δύο μόνο πλοίων, ο ένας δίπλα στον άλλο, ο οποίος βρίσκεται μεμονωμένα εκτός των τειχών του φρουρίου και του ιερού. Ο νεώσοικος απομονώνεται από την υπόλοιπη οχύρωση με διατείχισμα, πίσω από το οποίο βρίσκεται η κύρια είσοδος του φρουρίου με εξαιρετική επιμέλεια, οχυρωμένη και προσιτή μόνο από το λιμένα, ενώ ο νεώσοικος προστατεύεται προς βορρά από ένα τετράγωνο πύργο. Η μικρή χωρητικότητα του σουνιακού νεώσοικου και η θέση του στο άκρο του ομώνυμου ακρωτηρίου δίνει την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για οργανωμένο ναύσταθμο, άλλα για μικρό, ενδιάμεσο φυλάκιο, που χρησιμοποιούνταν πριν από τις ναυτικές εξορμήσεις των Αθηναίων. Πολλοί άλλοι αρχαίοι λιμένες με τα νεώριά τους είναι γνωστοί στην κεντρική, τη νότια και τη νησιωτική Ελλάδα, όπως, παραδείγματος χάριν, στην Αίγινα, όπου είναι εμφανή τα λείψανα των νεωρίων στον κρυπτό «κλειστό» πολεμικό λιμένα ή στη νήσο Κέα στην αρχαία πόλη της Καρθαίας. Στη Βοιωτία υπολείμματα νεωρίων υπάρχουν στον «κλειστό» λιμένα των αρχαίων παράλιων πόλεων της Λάρυμνας, της Ανθηδόνας και των Αλών. Στην Κόρινθο, αξίζει να αναφερθούν τα λιμάνια των Κεγχρεών και του Λεχαίου, όπου πάνω στα θεμέλια των αρχαίων νεωρίων κτίστηκαν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους οι αποθήκες των εμπορευμάτων. Το Γύθειο άλλωστε χρησίμευσε ως ναύσταθμος των Λακεδαιμονίων σε αντιστοιχία με τον Πειραιά των Αθηναίων.

Στη βόρεια Ελλάδα

Στη βόρεια Ελλάδα έχουν ανασκαφεί συστηματικά τα νεώρια της Θάσου αποτελώντας οδηγό και μέτρο σύγκρισης για τη μελέτη και άλλων συγκροτημάτων νεωρίων. Τα νεώρια της Θάσου ήρθαν στο φως ύστερα από τις οκταετείς υποβρύχιες αρχαιολογικές έρευνες της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών. Με βάση το δεδομένο του «κλειστού» πολεμικού λιμένα της Θάσου, έγινε και η αποκατάσταση των νεωρίων στον «κλειστό» πολεμικό λιμένα της Σάμου. Η πρώτη φάση των νεωρίων αυτών χρονολογείται το 530 π.Χ., την εποχή του τυράννου Πολυκράτη και αναφέρονται στις πηγές και στις ιστορικές μαρτυρίες. Εξάλλου, χαρακτηριστικό παράδειγμα για την αλλαγή του τρόπου ανέλκυσης των τριήρεων εντός των νεωρίων, με τη χρήση ξύλινων οριζόντιων δοκών κατά διαστήματα αντί της κεντρικής εσχάρας ανέλκυσης -καθέλκυσης, μέθοδος που, όπως φαίνεται, εφαρμόστηκε στους ελληνιστικούς χρόνους, είναι αυτό των νεωρίων της Κω, στα Δωδεκάνησα. Στην ακαρνανική πόλη των Οινιάδων τα νεώρια του «κλειστού» πολεμικού λιμένα δημιουργήθηκαν σε λάξευμα του βράχου. Σήμερα διακρίνονται στην ξηρά πέντε σειρές από κίονες που διαμόρφωναν έξι παράλληλα διαμερίσματα για την ανέλκυση των πλοίων.

Νεώρια σε ιερά. Μια άλλη κατηγορία νεωρίου είναι τα νεώρια σε ιερά. Πρόκειται για νεώρια που βρίσκονταν στην ξηρά και ειδικότερα σε ιερούς χώρους. Εδώ αφιερώνονταν πλοία στη θεότητα του ιερού. Το έθιμο της αφιέρωσης πλοίων σε ιερά ύστερα από μια περήφανη νίκη σε ναυμαχία συνεχίζεται ως την ύστερη αρχαιότητα. Τέτοιου είδους νεώρια υπάρχουν στο Ηραίο της Σάμου, το μνημείο των Ταύρων στο ιερό της Δήλου και το νεώριο μέσα στο ιερό των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης.

Ρωμαϊκοί χρόνοι. Στους ρωμαϊκούς χρόνους οι μαρτυρίες για τα νεώρια είναι πολύ φτωχότερες. Ο Ισίδωρος, αναφερόμενος στα νεώρια, λέει πως είναι χώροι όπου κατασκευάζονται τα πλοία, ενώ ο Βιτρούβιος, περιγράφοντας τον ιδανικό λιμένα, μιλάει για στοές, για νεώρια και για εισόδους προς τα εμπόρια, επιβεβαιώνοντας την άποψή μας για την αλλαγή της χρήσης και του ρόλου τους. Όμως, η ομοιότητα των ρωμαϊκών navalia με τους ελληνικούς νεώσοικους δίνει την εντύπωση ότι η αρχιτεκτονική αυτών των κτιρίων δεν έχει αλλάξει καθόλου με την πάροδο των αιώνων. Εγκαταστάσεις με navalia παριστάνονται σε ψηφιδωτά δάπεδα, όπως αυτό που βρέθηκε στη Via Adreatina, σήμερα στο Μουσείο του Βατικανού.

.

Leave a Reply